exultation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exultation | exultations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exultation (fr) θηλυκό
- η ευχαρίστηση, η αγαλλίαση
ενικός | πληθυντικός |
exultation | exultations |
exultation (fr) θηλυκό