fabricate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

fabricate (en)

  1. κατασκευάζω, συγκροτώ
  2. χαλκεύω (επινοώ ψεύτικες κατηγορίες εναντίον κάποιου)
  3. πλαστογραφώ (κείμενα, πληροφορίες)