facilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
facilité facilités

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

facilité (fr) θηλυκό

  1. η ευκολία
  2. η άνεση


Αντώνυμα

[επεξεργασία]