facilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
facilité | facilités |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]facilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
facilité | facilités |
facilité (fr) θηλυκό