factus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
factus, παθητική μετοχή του facere

Επίθετο

[επεξεργασία]

factus (la)