faggot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
faggot faggots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faggot (en) και συντμημένο: fag (en)

  1. (χυδαίο) πούστης
  2. δέμα, δεμάτι

faggot (en)