faggot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
faggot | faggots |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faggot (en) και συντμημένο: fag (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]faggot (en)
ενικός | πληθυντικός |
faggot | faggots |
faggot (en) και συντμημένο: fag (en)
faggot (en)