fail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fail
γ΄ ενικό ενεστώτα fails
αόριστος failed
παθητική μετοχή failed
ενεργητική μετοχή failing

fail (en)

  1. αποτυγχάνω (σε κάποια προσπάθεια)
  2. αποτυγχάνω (σε μάθημα), μένω
  3. (αμετάβατο) παραλείπω, δεν κάνω κάτι
    I failed to mention that…
    Παράλειψα να αναφέρω ότι…
    I will not fail to write him.
    Δεν θα παραλείψω να του γράψω.
     συνώνυμα:  neglect και omit
  4. (για μηχανήματα) χαλάω, παύω να λειτουργώ σωστά