fait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fait (fr) αρσενικό (πληθυντικός faits)
Επίθετο
[επεξεργασία]fait (fr)
fait (fr) αρσενικό (πληθυντικός faits)
fait (fr)