faktoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faktoro | faktoroj |
αιτιατική | faktoron | faktorojn |
faktoro (eo)
- ĝi estas grava faktoro - είναι σημαντικός παράγοντας