fancy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfæn.si/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fancy
συγκριτικός fancier
υπερθετικός fanciest

fancy (en)

  1. φανταχτερός, επιδέξιος, κάτι ασυνήθιστα περίπλοκο, συχνά με τρόπο όχι απαραίτητο, με τρόπο που σκοπεύει να εντυπωσιάσει άλλους ανθρώπους
    She said a lot of fancy words but there was no substance.
    Είπε πολλά φανταχτερά λόγια αλλά δεν υπήρχε ουσία.
    He made a fancy pass to to his teammate
    Έκανε μια επιδέξια πάσα στον παίκτη του.
  2. διακοσμητικός, με πολλά διακοσμητικά ή έντονα χρώματα
    This house has fancy indoor plants.
    Αυτό το σπίτι έχει διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decorative
  3. φανταχτερός, ακριβό ή συνδεδεμένο με έναν ακριβό τρόπο ζωής
    Έχει φανταχτερά ρούχα και φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο.
    He has fancy clothes and a fancy sports car.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flashy

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fancy fancies

fancy (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φαντασία, μια φανταστική εικόνα
    Those are pure fancies.
    Είναι καθαρή φαντασία.
     συνώνυμα: imagination
  2. (μόνο στον ενικό) η επιθυμία
    It was my father’s fancy for me to study law.
    Ήταν επιθυμία του πατέρα μου να σπουδάσω νομικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη desire
  3. (ειδικά βρετανική σημασία) η αγάπη ή η ερωτική έλξη
    He took a fancy to her.
    Την αγάπησε.
    → δείτε την έκφραση take a fancy to
ενεστώτας fancy
γ΄ ενικό ενεστώτα fancies
αόριστος fancied
παθητική μετοχή fancied
ενεργητική μετοχή fancying

fancy (en)

  1. (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) θα ήθελα
    I fancy a hamburger tonight for dinner.
    Θα ήθελα ένα χάμπουργκερ για δείπνο.
     συνώνυμα: feel like
  2. (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) μου αρέσει ερωτικά, γουστάρω
    She fancied him for a long time now, but she has not spoken to him.
    Τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει.
     συνώνυμα: like (αμερικανική σημασία)
  3. (επίσημο) μου αρέσει κάτι, το ζηλεύω
    I fancy your car.
    Μου αρέσει το αυτοκίνητό σου.
     συνώνυμα: like
  4. φαντάζομαι
    Fancy that!
    Για φαντάσου!
    He fancies himself as a Don Juan.
    Φαντάζεται ότι είναι Δον Ζουάν.
     συνώνυμα: imagine, suppose

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]