fanum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fanum < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fanum ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη φανατισμός
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fanum | fana |
γενική | fanī | fanōrum |
δοτική | fanō | fanīs |
αιτιατική | fanum | fana |
κλητική | fanum | fana |
αφαιρετική | fanō | fanīs |