farouche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
farouche < λατινική forasticus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.ʁuʃ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
farouche farouches

farouche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
farouche farouches

farouche (fr) αρσενικό

  1. είδος τριφυλλιού που χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή