fart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɑːt/ & /fɑɹt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fart farts

fart (en)

  • (χυδαίο, ανεπίσημο) η κλανιά, η πορδή
    He released a venomous fart.
    Αμόλησε μια φαρμακερή κλανιά.
    I let out farts.
    Άφησα/Αμόλησα πορδές.
    He ate beans and disturbed us with his farts.
    Έφαγε φασόλια και μας τάραξε στις πορδές.
     συνώνυμα: gas

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας fart
γ΄ ενικό ενεστώτα farts
αόριστος farted
παθητική μετοχή farted
ενεργητική μετοχή farting

fart (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]