fat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fat
συγκριτικός fatter
υπερθετικός fattest

fat (en)

  1. παχύς, παχαίνω, για το σώμα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου που ο όγκος των σαρκών του σώματός του ή των επί μέρους μελών του είναι μεγαλύτερος από το κανονικό
    a fat chicken - παχύ κοτόπουλο
    He was fat but lost weight.
    Ήταν παχύς αλλά αδυνάτισε.
    I have gotten/grown so fat that my waistcoat doesn’t button.
    Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.
  2. λιπαρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fat fats

fat (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το λίπος, το πάχος, ουσία στο σώμα των ζώων και των ανθρώπων που αποθηκεύεται κάτω από το δέρμα
    She lost 5 kilos and fat all over her body.
    Έχασε 5 κιλά και το λίπος από όλο το σώμα της.
    Exercise burns a lot of fat.
    Η άσκηση καίει πολύ λίπος.
    Despite his extra fat, he is mobile.
    Παρά το πάχος του είναι ευκίνητος.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το λίπος, στερεή ή υγρή ουσία από ζώα ή φυτά που χρησιμοποιείται στη μαγειρική
    vegetable/cooking fats - φυτικά/μαγειρικά λίπη
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το λίπος, τα λιπαρά, το πάχος, ζωικά και φυτικά λίπη, ουσίες που περιέχουν λίπος που τρώει ένα πρόσωπο
    The meat is not edible, it’s full of fat.
    Το κρέας δεν τρώγεται, είναι γεμάτο λίπος.
    Milk contains fat.
    Το γάλα περιέχει λιπαρά.
    yogurt/cheese with little fat - γιαούρτι/τυρί με λίγα λιπαρά
    meat with/without fat - κρέας με/χωρίς πάχος

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fat (vo)



Επίθετο

[επεξεργασία]

fat (fr)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fat (sv)