faucille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
faucille < λατινική falcicula (μικρό δρεπάνι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ.sij/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
faucille faucilles

faucille (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]