fausseté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fausseté faussetés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fausseté (fr) θηλυκό

  1. η πλαστότητα
  2. η ανακρίβεια
  3. η παραφωνία