fehlen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

fehlen (de)

  • λείπω
    fehlt dir etwas? - σου λείπει κάτι (τίποτα);