femme de ménage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: femme dé mênage

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
femme de ménage < → δείτε τις λέξεις femme, de και ménage

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fam də me.naʒ/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
femme de ménage femmes de ménage

femme de ménage (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]