fencing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fencing | fencings |
fencing (en) (χωρίς, και με πληθυντικό)
- (αθλητισμός) η ξιφασκία
Μετοχή
[επεξεργασία]fencing (en)