fesses

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fesses < πληθυντικός αριθμός του fesse

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɛs/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

fesses (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό