festoon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]

/fɛˈstuːn/

festoon (en)

  1. διακοσμώ, στολίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

festoon (en)