fiŝkapti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fiŝkapti < λείπει η ετυμολογία
ρήμα fiŝkapti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας fiŝkaptas fiŝkaptanta fiŝkaptata
αόριστος fiŝkaptis fiŝkaptinta fiŝkaptita
μέλλοντας fiŝkaptos fiŝkaptonta fiŝkaptota
υποθετική fiŝkaptus - -
προστακτική fiŝkaptu - -

fiŝkapti (eo)

fiŝkaptisto Fritz fiŝkaptis freŝajn fiŝojn, freŝajn fiŝojn fiŝkaptis fiŝkaptisto Fritz.
ο ψαράς Φριτς ψάρεψε φρέσκα ψάρια