fiabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fiabilité fiabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiabilité (fr) θηλυκό