fiable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fjabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fiable fiables

fiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (τεχνολογία) δοκιμασμένος, λειτουργικός
  2. (κατ’ επέκταση) αξιόπιστος, φερέγγυος, έμπιστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]