fighting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fighting < (κληρονομημένο) μέση αγγλική feghtyng < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική feohtende

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfaɪtɪŋ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fighting fightings

fighting (en)

  1. μάχη, εχθροπραξία
  2. καβγάς

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

fighting (en)