figurer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

figurer (fr)

  1. απεικονίζω, παρουσιάζω
    il faut faire figurer cette dépense - πρέπει να παρουσιάζεται αυτή η δαπάνη
  2. στέκομαι, βρίσκομαι, φιγουράρω
    parmi les invités figurent des gens du spectacle - μεταξύ των καλεσμένων βρίσκονται άνθρωποι των θεαμάτων

Συγγενικά

[επεξεργασία]