fiki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

fiki < γερμανική ficken

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfi.ki/
ρήμα fiki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας fikas fikanta fikata
αόριστος fikis fikinta fikita
μέλλοντας fikos fikonta fikota
υποθετική fikus - -
προστακτική fiku - -

fiki (eo)

  • (αργκό, μεταβατικό) γαμώ