filature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
filature filatures

filature (fr) θηλυκό

  1. η νηματουργία
  2. η παρακολούθηση