filon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
filon filons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

filon (fr) αρσενικό

  1. η φλέβα ενός μεταλλεύματος, το κοίτασμα
  2. η πηγή εισοδημάτων



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

filon (eo)