fin de semaine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]fin de semaine (fr) θηλυκό
- το τέλος της εργάσιμης εβδομάδας, η Παρασκευή
- (Καναδάς) το σαββατοκύριακο
fin de semaine (fr) θηλυκό