fiord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fiord fiords

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiord (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
fiord fiords

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fjɔʁd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiord (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiord (ca) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fiord < προέλευσης από τη νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþu, *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fjɔrt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiord (pl) αρσενικό

  1. το φιόρδ
  2. το άλογο φιόρδ
     συνώνυμα: fiording, fiordyng

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fiord < προέλευσης από τη γαλλική fjord

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiord (ro) ουδέτερο