fireplace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fireplace fireplaces

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fireplace < fire + place

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fireplace (en)

  • το τζάκι
    A bright fire burned in the fireplace.
    Στο τζάκι έκαιγε μια ζωηρή φωτιά.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 877. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τζάκι