flûte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
flûte flûtes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /flyt/
  (ένα φλάουτο)
ομόηχο: flûtes (πληθυντικός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flûte (fr) θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) κάθε είδους αυλός ή φλάουτο
    Παράγωγο: flûte traversière (κάθε πλαγίαυλος)
  2. ποτήρι ψηλό και στενό
    Δάνειο σε άλλες γλώσσες: ποτήρι σαμπάνιας