flagrant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός flagrant
συγκριτικός more flagrant
υπερθετικός most flagrant

Επίθετο

[επεξεργασία]

flagrant (en) (κακόσημο)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό flagrant flagrants
θηλυκό flagrante flagrantes

Επίθετο

[επεξεργασία]

flagrant (fr)

  1. κατάφωρος
    flagrant délit - κατάφωρο αδίκημα
  2. απροκάλυπτος
  3. φανερός

Συγγενικά

[επεξεργασία]