flat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | flat |
συγκριτικός | flatter |
υπερθετικός | flattest |
flat (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | flat |
συγκριτικός | more flat |
υπερθετικός | most flat |
flat (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flat | flats |
flat (en)
- (ΗΒ) διαμέρισμα
- (μουσική) ύφεση ()
- double flat - διπλή ύφεση ()
- (ανεπίσημο) σκασμένο λάστιχο αυτοκινήτου
- ↪ a flat - σκασμένο λάστιχο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- flat (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- flat (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- flat (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- flat (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flat (nl) ουδέτερο
- το διαμέρισμα