flexibilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
flexibilité < flexible

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
flexibilité flexibilités

flexibilité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  flexible