flicard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- flicard < flic
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flicard | flicards |
θηλυκό | flicarde | flicardes |
flicard (fr)
- (αργκό) ο μπάτσος, ο αστυνομικός
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flicard | flicards |
θηλυκό | flicarde | flicardes |
flicard (fr)
- αστυνομικός, σχετικός με την αστυνομία