flotte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /flɔt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
flotte flottes

flotte (fr) θηλυκό

  1. ο στόλος
  2. (οικείο) το νερό