flowing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

flowing (en)

  1. ρέων, αυτός που ρέει
    flowing prose - ρέων λόγος
  2. μακρύς, χυτός
    flowing robe - μακρύς χιτώνας
    flowing hair- χυτά μαλλιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flowing (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

flowing (en)