flunk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

flunk (en)

  1. (μεταβατικό ή αμετάβατο, για μαθητή) μένω, κόβομαι σε μάθημα
  2. (μεταβατικο, για δάσκαλο) κόβω (κάποιον σε μάθημα)