foldable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]foldable (en)
- πτυσσόμενος, σπαστός, αναδιπλούμενος
- ↪ foldable chairs - πτυσσόμενες καρέκλες
- ↪ a table with foldable legs so it can be moved easily - τραπέζι με σπαστά πόδια για να μεταφέρεται εύκολα
- ↪ a desk lamp with a foldable arm - λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα