foldable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
foldable < fold + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]

foldable (en)

  • πτυσσόμενος, σπαστός, αναδιπλούμενος
    foldable chairs - πτυσσόμενες καρέκλες
    a table with foldable legs so it can be moved easily - τραπέζι με σπαστά πόδια για να μεταφέρεται εύκολα
    a desk lamp with a foldable arm - λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα