fond

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ̃ /
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fond fonds

fond (fr) αρσενικό

  1. ο βυθός
  2. ο πυθμένας
  3. η βάση

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fond (ro)

  1. κεφάλαιο, ταμείο, απόθεμα