fondement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fondement < λατινική fundamentum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɔ̃d.mɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fondement fondements

fondement (fr) αρσενικό

  1. το θεμέλιο
  2. το έρεισμα
  3. η υπόσταση
  4. το κρηπίδωμα