footballistique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
footballistique | footballistiques |
Επίθετο
[επεξεργασία]footballistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το ποδόσφαιρο
- sa culture footballistique est très étendue - οι γνώσεις του γύρω από το ποδόσφαιρο είναι πολύ εκτενείς