for the sake of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
for the sake of < → δείτε τις λέξεις for, the, sake και of

Έκφραση

[επεξεργασία]

for the sake of (en) (ιδιωματισμός)

  1. για χάρη μου, κάνω κάτι για να βοηθήσω κάποιον ή κάτι ή επειδή μου αρέσει κάποιος ή κάτι
    Do it for my sake.
    Κάμε το για χάρη μου.
    He did it for you, for you sake.
    Tο έκανε για σένα, για χάρη σου.
    I will do anything for your sake.
    Για χάρη σου θα κάνω οτιδήποτε.
    He sacrificed himself for the sake of of the country.
    Θυσιάστηκε για χάρη της πατρίδας.
  2. για χάρη του κάτι, κάνω κάτι για να πάρω ή να κρατήσω κάτι
    for the sake of truth/justice - για χάρη της αλήθειας/της δικαιοσύνης