forain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | forain | forains |
θηλυκό | foraine | foraines |
forain (fr)
- που έχει σχέση με τις λαϊκές αγορές
- Fête foraine : λούνα πάρκ
- Marchand forain : έμπορος που ασκεί το εμπόριό του στο λούνα πάρκ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | forain | forains |
θηλυκό | foraine | foraines |
forain (fr) αρσενικό
- παρουσιαστής ή καλλιτέχνης που ασκεί μέσα σε ένα λούνα πάρκ