foregoing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]
foregoing: μετοχή & επιθετικοποιημένη μετοχή

Επίθετο

[επεξεργασία]

foregoing (χωρίς παραθετικά)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

foregoing