forestkeeper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
forestkeeper | forestkeepers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]forestkeeper (en)
- ο/η δασονόμος
ενικός | πληθυντικός |
forestkeeper | forestkeepers |
forestkeeper (en)