former

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

former (en) (μόνο συγκριτικός)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

former (fr)

  1. (μεταβατικό) διαμορφώνω
  2. (μεταβατικό) καταρτίζω
  3. συγκροτώ
  4. σχηματίζω
  5. εκπαιδεύω