formulate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

formulate (en)

  1. διατυπώνω, εκφράζω
  2. μεθοδεύω, καταστρώνω μεθοδικά σχέδιο επίλυσης-διαχείρισης

Συγγενικά

[επεξεργασία]