founder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

founder (en)

founder (en)

  1. (για ένα σχέδιο) αποτυγχάνω
  2. (για πλοίο) γεμίζω με νερά και βυθίζομαι